τρισώματος

τρισώματος
-η, -ο / τρισώματος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει τρία σώματα, τρεις κορμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. -σώματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρισώματος — three bodied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισώματον — τρισώματος three bodied masc/fem acc sg τρισώματος three bodied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισωμάτους — τρισώματος three bodied masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισωμάτῳ — τρισώματος three bodied masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισώματοι — τρισώματος three bodied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHIMAERA — I. CHIMAERA mcns Lyciae ignivomus, in cuius cacumine leones habitant: in medio autem, ubi pacuis abundat, caprae; in radicibus autem serpentes. Hinc factus fabulae locus, Chimaeram monstrum esse, quod flammas evomat, caput et pectus leonis habens …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • ασώματος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 199 κάτ.), στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο Κουρταλιώτικο φαράγγι μεταξύ των βουνών Κουρούπα και Σιδέρωτα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φοίνικα. 2.… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • τρίσωμος — η, ο / τρίσωμος, ον, ΝΑ τρισώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σωμος (< σῶμα), πρβλ. τετρά σωμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”